-
1 δείκτης
[дикгис] ουσ. а. стрелкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δείκτης
-
2 стрелка
-и θ.1. μικρό βέλος.2. δείκτης μικρός•стрелка компаса ο δείκτης της πυξίδας.
|| δείκτης οδικός.3. δείκτης κατεύθυνσης (στοχάρτη κ.τ.τ.).4. στέλεχος λουλουδιού. || φύλλο φυτού ξιφοειδές. || φυντανάκι. || στενή λωρίδα γης (σχηματιζόμενη στη συμβολή δυο ποταμών), γλώσσα. -
3 указатель
указательм1. (знак, надпись и т. п.) ὁ δείκτης:дорожный \указатель ὁδικός δείκτης·2. (для справок) ὁ ὁδηγός (книга)/ ὁ πίνακας (в книге):алфавитный \указатель ὁ ἀλφαβητικός πίναξ· библнографический \указатель ὁ βιβλιογραφικός πίνακας· железнодорожный \указатель ὁ ὁδηγός σιδηροδρομικών συγκοινωνιών3. (прибор, стрелка) ὁ δείκτης. -
4 alpha index
= α-index; index of ParetoFrench\ \ indice de Pareto; indice alpha de Pareto; indice α de ParetoGerman\ \ Pareto-IndexDutch\ \ alpha-index van Pareto; α-index van ParetoItalian\ \ indice alpha; indice α; indice di ParetoSpanish\ \ índice de Pareto;índice alfa de Pareto;índice α de ParetoCatalan\ \ índex de Pareto; índex alfa de ParetoPortuguese\ \ índice a; índice de ParetoRomanian\ \ indicele alfa; indicele α; indicele lui ParetoDanish\ \ alpha indeks; α-indeks; indeks over ParetoNorwegian\ \ alpha indeksen; α-indeksen; indeksen for ParetoSwedish\ \ alfa index; α-index; index ParetoGreek\ \ δείκτης άλφα; δείκτης α; δείκτης ParetoFinnish\ \ alpha indeksi; α indeksi; Pareto-indeksiHungarian\ \ elsõfajú index; Pareto-indexTurkish\ \ alfa indeksi; Pareto indeksiEstonian\ \ alfa-indeks; α-indeks; Pareto indeksLithuanian\ \ alfa indeksas; Pareto (Parèto) indeksasSlovenian\ \ alfa indeks; α-indeks; indeks ParetoPolish\ \ alpha-indeks; α-indeksRussian\ \ индекс альфа; индекс ПаретоUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ alfa vísitölu; α-vísitalan; vísitölu ParetoEuskara\ \ Pareto-ren alfa indize; Pareto-ren α indizeFarsi\ \ shakhese alpha; shakhese ParetoPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ الرقم القياسي ألفا، الرقم قياسي α ، دليل بارتيوAfrikaans\ \ alfa-indeks; Pareto-indeksChinese\ \ 第 一 位 指 数 ; 帕 累 托 指 数Korean\ \ 알파지수; Pareto 지수 -
5 Bowley index
= Edgeworth index; Marshall-Edgeworth-Bowley indexFrench\ \ indice de Marshall-Edgeworth-BowleyGerman\ \ Marshall-Edgeworth-Bowleyscher IndexDutch\ \ Bowley index; Edgeworth index; Marshall-Edgewort-Bowley indexItalian\ \ indice di Bowley; indice di Edgeworth; indice di Marshall-Edgeworth-BowleySpanish\ \ -Catalan\ \ índex de Marshall-Edgeworth-BowleyPortuguese\ \ índice de Bowley; índice de Edgeworth; índice de Marshall-Edgeworth-BowleyRomanian\ \ -Danish\ \ Bowleyindex; Edgeworthindex; Marshall-Edgeworth-BowleyindexNorwegian\ \ Bowley indeks; Edgeworth indeks; Marshall-Edgeworth-Bowley indeksSwedish\ \ Bowleyindex; Edgeworthindex; Marshall-Edgeworth-BowleyindexGreek\ \ δείκτης του Bowley; δείκτης του Edgeworth; δείκτης των Marshall-Edgeworth-BowleyFinnish\ \ Bowleyn indeksi; Edgeworthin indeksi; Marshall-Edgeworth-Bowley-indeksiHungarian\ \ -Turkish\ \ Bowley indeksi; Edgeworth indeksi; Marshall-Edgeworth-Bowley indeksiEstonian\ \ Bowley indeks; Edgeworthi indeks; Marshall-Edgeworth-Bowley indeksLithuanian\ \ -Slovenian\ \ Marshall-Edgeworth-Bowleyev indeksPolish\ \ indeks Bowleya; indeks Edgewortha; indeks Marshalla-Edgewortha-BowleyaRussian\ \ индекс Боули; индекс Эджворса; индекс Маршалла-Эджворса-БоулиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Bowley vísitölu; Edgeworth vísitölu; Marshall-Edgeworth-Bowley vísitöluEuskara\ \ Bowley indizea; Edgeworth indizea; Marshall-Edgeworth Bowley-indizeaFarsi\ \ shakhese Bowley; shakhese Edgeworth; shakhese Marshall-Edgeworth-BowleyPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ دليل باولي؛ دليل أيجورث؛ دليل مارشال - أيجورث - باوليAfrikaans\ \ Bowley-indeks; Edgeworth-indeks; Marshall-Edgeworth-Bowley-indeksChinese\ \ -Korean\ \ Bowley 지수; Edgeworth 지수; Marshall- Edgeworth - Bowley 지수 -
6 consumer price index
= cost-of-living index; consumption price index; CPIFrench\ \ indice des prix à la consommation; indice des prix pour la consommation; indice du coût de la vie; taux du coût de la vie; indice du coût de la vieGerman\ \ Preisindex für die LebenshaltungDutch\ \ prijsindex van de gezinsconsumptie; consumentenprijsindexcijferItalian\ \ indice dei prezzi del consumatoreSpanish\ \ índice de precios del consumidor; índice de precios al consumo; índice de precios al consumidor; índice del costo de vida; I.P.C.Catalan\ \ índex de preus al consum; índex del cost de la vidaPortuguese\ \ índice de preços no consumidor; índice do custo de vida; CPIRomanian\ \ indicele preţului de consum; indicele costului vieţii; indicele preţului de consum; IPCDanish\ \ forbrugerprisindekset; cost-of-levende indeks forbrug prisindeksNorwegian\ \ konsumprisindeksSwedish\ \ konsumentprisindexGreek\ \ δείκτης τιμών καταναλωτή; δείκτης κόστους ζωής; δείκτης τιμών κατανάλωσηςFinnish\ \ kuluttajahintaindeksi; elinkustannusindeksiHungarian\ \ fogyasztói árindexTurkish\ \ tüketici fiyat indeksi; geçim indeksi; tüketici fiyat indeksi veya endeksi; CPI veya TÜFEEstonian\ \ tarbijahinnaindeksLithuanian\ \ vartotojo kainų indeksas; vartotojo pragyvenimo indeksas; vartotojimo kainų indeksasSlovenian\ \ indeks cen življenjskih potrebščin; stroškovno-of-indeks življenjskih; ljudi indeks rasti cenPolish\ \ indeks cen artykułów konsumpcyjnych; wskaźnik kosztów utrzymaniaRussian\ \ индекс потребительских цен (сокр. ИПЦ); показатель уровня жизни; индекс цен потребления; индексы потребительских ценUkrainian\ \ індекс споживчих цінSerbian\ \ -Icelandic\ \ vísitala neysluverðs; kostnaður-á-lifandi vísitölu; neyslu verðs vísitölu; neysluverðsEuskara\ \ kontsumoko prezioen indize; bizi-kostuaren indize; bizimoduaren indize; KPIFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ شاخص بهاي مصرفکنندهArabic\ \ رقم قياسي لاسعار المستهلكين ؛ رقم قياسي لكلفة المعيشة ؛ رقم قياسي لسعر الاستهلاكAfrikaans\ \ verbruikersprysindeksChinese\ \ 消 费 者 物 价 指 数Korean\ \ 소비자물가지수 -
7 указатель
-я α.1. δείκτης•дорожный указатель οδικός δείκτης•
указатель скорости δείκτης ταχύτητας.
2. οδηγός (βιβλίο με οδηγίες).3. πίνακας•библиографический указатель βιβλιογραφικός πίνακας•
указатель имн πίνακας ονομαστικός.
-
8 нуль-индикатор
1. (в мостовых схемах измерения) о δείκτης-μηδένο ανιχνευτής της (μηδενικής) τάσης2. (указатель отклонения от заданного пеленга относительно радиомаяка) о δείκτης της αριστερής/δεξιάς απόκλισης (σε σχέση με το ραδιοφάρο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-индикатор
-
9 стрелка
1. (на чертеже, рисунке) το βελάκιη αιχμή του βέλους2. (измерительного прибора) η βελόνη (του δείκτη)ο δείκτης3. ж.-д. η κλείς(αλλαγής τροχιάς), разг. το κλειδίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стрелка
-
10 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
11 ориентир
-
12 ориентир
ориентирм τό σήμα, τό σημείο προσανατολισμού, σημεῖο[ν] ἀναγνωρίσεως, ὁ δείκτης:световой \ориентир ὁ φωτεινός δείκτης, τό φωτεινό σινιάλο· выбрать правильный \ориентир διαλέγω σωστό προσανατολισμό, παίρνω ὁρθή κατεύθυνση. -
13 указательный
указатель||ныйприл δηκτικός:\указательныйная стрелка ὁ δείκτης· \указательныйное местоимение грам. ἡ δεικτική ἀντωνυμία· ◊ \указательныйный палец ὁ δείχτης, ὁ δείκτης, ὁ λιχανός. -
14 отклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω•отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.
|| λυγίζω•-ветку λυγίζω το κλαδάκι.
|| αποκλίνω παρεκκλίνω•изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.
|| κινώ, κουνώ•отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.
|| απομακρύνω•отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.
2. αποτρέπω, εμποδίζω•он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,
3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•
отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.
1. αποκλίνω•стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.
|| εκκλίνω, αποφεύγω•от удара αποφεύγω το χτύπημα.
2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•-от темы ξεφεύγω από το θέμα.
-
15 указательный
επ.δεικτικός•-ая стрелка ο δείκτης (η βελόνη)•
- ое местоимение (γραμμ.) δεικτική αντωνυμία•
указательный палец ο δείκτης (δάχτυλο), λιχανός.
-
16 бензоуказатель
ο δείκτης (στάθμης) της βενζίνης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бензоуказатель
-
17 бонитет
1. лес. о δείκτης ποιότητας της αναδάσωσης 2. (платёжеспособность) η φερεγγυότητα, το αξιόχρεο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бонитет
-
18 вакуумметр
ο δείκτης κενούο μετρητής κενούτο κενόμετρο. гидростатический - υδροστατικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумметр
-
19 водоуказатель
ο υδατοδείκτης, ο υδρο-δείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водоуказатель
-
20 дальномер
(телеметр) το τηλέμετρο, το διαστημόμετρο, ο δείκτης των αποστάσεωνбинокулярный - см. стереоскопический -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дальномер
См. также в других словарях:
δείκτης — exhibitor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
δείκτης — ο βλ. δείχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖκτα — δείκτης exhibitor masc voc sg δείκτης exhibitor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτῃσιν — δείκτης exhibitor masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek